Ο Μάρκο Γιοβάνοβιτς, ο Σέρβος τεχνικός με δίπλωμα UEFA PRO, κατέγραψε μια σημαντική επιτυχία φέτος οδηγώντας την Ντιναμό Γιούγκ (νέα ονομασία) στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και την άνοδο στη Β’ Εθνική Σερβίας. Στα 38 του χρόνια, ο προπονητής από τη γενέτειρά του, την πόλη Βράνιε, βλέπει την ομάδα να επιστρέφει ένα βήμα πριν τα «σαλόνια» του σερβικού ποδοσφαίρου, με εκείνον να πιστώνεται ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας.
Ο Γιοβάνοβιτς είναι γνώριμος και στο ελληνικό κοινό, καθώς αποτέλεσε τον άμεσο συνεργάτη του Ζβέζνταν Μιλόσεβιτς στην Παναχαϊκή κατά την περίοδο Καλογερόπουλου. Αν και το πέρασμά τους από την Πάτρα ήταν σύντομο, άφησαν έντονο αποτύπωμα, χάρη στην επαγγελματική τους προσέγγιση και τη διαφορετική φιλοσοφία που μετέφεραν στην ομάδα.
Με αφορμή τη φετινή του διάκριση, ο Μάρκο Γιοβάνοβιτς μίλησε στο «patragoal» για την πορεία του, τις μνήμες από την Παναχαϊκή, τις συγκρίσεις Ελλάδας – Σερβίας και τα μελλοντικά του σχέδια.
Κύριε Γιοβάνοβιτς, συγχαρητήρια για την άνοδο με την Ντιναμό Βράνιε! Ποιο θεωρείτε ότι ήταν το “κλειδί” αυτής της επιτυχίας;
“Σας ευχαριστώ για τα συγχαρητήρια. Η φετινή σεζόν ήταν εξαιρετικά απαιτητική, το πρωτάθλημα είναι γεμάτο από ποιοτικές ομάδες και κάθε αγώνας είχε τις δικές του δυσκολίες. Το “κλειδί” της επιτυχίας μας ήταν η συνεχής σκληρή δουλειά, η ισχυρή αφοσίωση των παικτών και το ενωμένο ομαδικό πνεύμα. Δεν παρεκκλίναμε ποτέ από τη φιλοσοφία μας· πιστέψαμε ο ένας στον άλλον, και αυτή η πίστη, βήμα βήμα, μας οδήγησε στον στόχο μας. Εργάστηκα με παίκτες που κατά κύριο λόγο προέρχονται από την ίδια πόλη. Νιώθουν τον σύλλογο και καταλαβαίνουν το κλίμα. Στην πραγματικότητα, το 2010, στην αρχή της προπονητικής μου πορείας, είχα προπονήσει πολλούς από αυτούς στην κατηγορία Κ12. Αυτή η οικειότητα, τόσο με την ποιότητά τους όσο και με τη νοοτροπία τους, με βοήθησε πολύ στο έργο μας αυτή τη σεζόν“.
Πόσο δύσκολη αναμένεται η επόμενη χρονιά στη Β’ Εθνική;
“Είμαστε πλήρως συνειδητοποιημένοι πως μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο ποδοσφαίρου. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, από τη βελτίωση των υποδομών μας και τη δημιουργία της ομάδας, μέχρι την αναδιοργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας του συλλόγου. Η βασική μου ευθύνη είναι το «χτίσιμο» και η επιλογή του ρόστερ. Έχουμε σημαντικούς περιορισμούς σε σύγκριση με άλλους συλλόγους που λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερους προϋπολογισμούς, κάτι που φυσικά τους δίνει πλεονέκτημα στην αγορά παικτών. Η νέα κατηγορία απαιτεί ταχύτερες αποφάσεις, μεγαλύτερη πειθαρχία και τακτική ωριμότητα. Η πρόθεσή μας δεν είναι να αμυνθούμε, αλλά να παρουσιαστούμε θαρραλέοι, καλά οργανωμένοι και έξυπνοι στο πώς προσεγγίζουμε κάθε παιχνίδι. Θέλουμε να παίζουμε ελκυστικό, επιθετικό ποδόσφαιρο και να πιέζουμε ψηλά. Αν δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε οικονομικά, τότε θα το κάνουμε με δουλειά, αφοσίωση και συγκέντρωση“.
Παρακολουθείτε την Παναχαϊκή; Ποιες αναμνήσεις κρατάτε από την Πάτρα;
“Η Παναχαϊκή θα έχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Αν και ο χρόνος μου στην Πάτρα δεν ήταν μεγάλος, είμαι για πάντα συναισθηματικά δεμένος με τον σύλλογο. Είναι ένα σωματείο με σπουδαία ιστορία και πιστούς φιλάθλους, αλλά δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει περάσει μια δύσκολη κατάσταση. Κατά την παραμονή μου υπήρξαν καλές στιγμές, αλλά εξωτερικοί παράγοντες, κυρίως οικονομικά προβλήματα και συχνές αλλαγές στη διοίκηση, επιβράδυναν τα σχέδιά μας. Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία ήταν πολύτιμη και μου άφησε θετικές εντυπώσεις. Έχω κρατήσει πολλές όμορφες αναμνήσεις και φιλίες – δεσμοί που δεν σπάνε“.
Θα επιστρέφατε στο μέλλον στην Ελλάδα;
“Στο ποδόσφαιρο ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το αύριο. Έχω δουλέψει σε πέντε διαφορετικές χώρες και κατέκτησα πρωταθλήματα σε Αλβανία και Μαυροβούνιο. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που πετυχαίνω άνοδο στη Σερβία με διαφορετικές ομάδες. Έχω εργαστεί και στην Κίνα και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ίσως η περίοδος μου στην Πάτρα να ήταν η πιο όμορφη της ζωής μου οπότε ναι, θα το σκεφτόμουν σοβαρά να επιστρέψω. Είμαι ανοιχτός σε νέες προκλήσεις, είτε στην Ελλάδα είτε αλλού. Ιδιαίτερα με ελκύουν περιβάλλοντα που επενδύουν στην ανάπτυξη νέων παικτών, με σαφή φιλοσοφία και φιλοδοξία. Πρωταθλήματα όπως το ολλανδικό, το βελγικό ή το δανέζικο είναι για μένα ιδιαίτερα ελκυστικά“.
Τι γνώμη έχετε για το ελληνικό ποδόσφαιρο σε σχέση με το σερβικό;
“Το ελληνικό ποδόσφαιρο υπερέχει σε θέματα υποδομών και συνολικής οργάνωσης, κυρίως χάρη στους “μεγάλους τέσσερις” συλλόγους. Αυτοί λειτουργούν με μεγάλους προϋπολογισμούς και προσελκύουν παίκτες υψηλής ποιότητας από το εξωτερικό. Η Σερβία, από την άλλη, έχει τεράστια δεξαμενή ταλέντου και έντονη ποδοσφαιρική ενέργεια. Το σύστημα είναι επικεντρωμένο στην ανάπτυξη νεαρών παικτών και την πώλησή τους στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα δίνεται περισσότερη έμφαση στην τακτική πειθαρχία, ενώ στη Σερβία συχνά δίνεται προτεραιότητα στο ατομικό ταλέντο. Προσωπικά, η παρουσία μου στην Ελλάδα με βοήθησε πολύ ως προπονητή. Διεύρυνε την οπτική μου και απόλαυσα τη συνεργασία με Έλληνες παίκτες — πολλοί από τους οποίους παραμένουν φίλοι μου μέχρι σήμερα“.
Υπάρχει προοπτική επιστροφής Ελλήνων παικτών στην ομάδα σας;
“Απολύτως. Γνωρίζω πολύ καλά την ελληνική αγορά, επειδή έχω εργαστεί εκεί. Υπάρχουν πολλοί παίκτες με τεχνικά και τακτικά χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν απόλυτα στο σύστημά μας. Η μόνη πρόκληση είναι ο προϋπολογισμός μας, αλλά θα δούμε. Είμαι σε τακτική επαφή με ανθρώπους του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο ατζέντης μου, Πασχάλης Παπαδόπουλος, είναι Έλληνας. Έχω πολλούς φίλους στην Πάτρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, πόλεις που επισκέπτομαι συχνά, ειδικά τη Θεσσαλονίκη, που απέχει μόλις δύο ώρες από την πατρίδα μου“.