Οι εορτασμοί για την αλλαγή της χιλιετίας δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα την οικία Χασάνογλου. Κι αυτό γιατί στις 29 Δεκεμβρίου του 1999 γεννήθηκε ο Φεϊζή, το πρώτο από τα δύο παιδιά της οικογένειας. Τίποτα δεν έμοιαζε πιο σημαντικό από αυτό.
Το νέο «φιλαράκι» του μπαμπά Χασάνογλου ήταν στον κόσμο, έτοιμο να μυηθεί στις αγαπημένες του συνήθειες: ποδόσφαιρο και σινεμά. Μετά από 23 χρόνια, ο «Φέι» είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που κάθε Πέμπτη – όταν ανανεώνεται το πρόγραμμα προβολών στους κινηματογράφους – βλέπει και μια νέα ταινία.
Το makedonikos.gr μοιράστηκε το ίδιο τραπέζι με τον Ξανθιώτη δεξιό μπακ που διανύει την δεύτερη σεζόν του στον Μακεδονικό και άκουσε την ιστορία του να ξετυλίγεται, παίρνοντας απαντήσεις για σημαντικά ερωτήματα όπως… τι συμβαίνει με τη μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη, πώς συνδυάζεται το επαγγελματικό ποδόσφαιρο με σπουδές, γιατί όλοι – όλοι – κάνουν παρέα μαζί του και τι σημαίνει «abis»!
Καταρχάς πες μου πώς ξεκίνησε για σένα η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο. Πώς ξεκίνησαν όλα; Τι άναψε τη σπίθα;
«Με τον μπαμπά πηγαίναμε και βλέπαμε κάθε ματς, τα Σαββατοκύριακα, με έπαιρνε μαζί του. Και την Ξάνθη και τα τοπικά, δεν χάναμε ματς. Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Και από κει μου κόλλησε κι εμένα το μικρόβιο του ποδοσφαίρου. Τότε πήγα στην Ακαδημία που λεγόταν “Ελπίδες ΠΑΟΚ”. Εκεί παρέμεινα για πέντε χρόνια, μετά με είδε η Ξάνθη και πήγα εκεί. Αλλά όλα ξεκίνησαν με τον μπαμπά, σε ηλικία περίπου επτά ετών».
Που μεγάλωσες; Πώς ήταν η ζωή στην παιδική σου ηλικία; Μίλησε μας και για την οικογένεια σου.
«Ήμουν πιο πολύ στην γειτονιά, παίζαμε παιχνίδια με τα παιδιά, ό,τι έκαναν οι περισσότεροι μικροί δηλαδή. Περνούσα πολύ χρόνο με τους φίλους μου και είμαι και πολύ δεμένος με την οικογένεια μου. Με τον μπαμπά, με τον οποίο έχω μια… μανία – είμαστε πολύ καλά φιλαράκια – βλέπαμε σχεδόν κάθε βράδυ και μια ταινία. Ήμασταν όλοι μαζί και περνούσε κάπως έτσι η μέρα. Έχω κι έναν μικρό αδερφό που μαλώναμε συνεχώς. Έχουμε αυλή στο σπίτι και παίζαμε σουτάκια μαζί, ο ένας στη μία εστία και ο άλλος στην άλλη».

Παίζει ποδόσφαιρο;
«Ναι, στον Άρη Αβάτου είναι φέτος, στην Γ Εθνική»
Εσύ τι παιδί ήσουν μικρός;
«Πάντα χαμογελαστός! Με πολλή ενέργεια – και το πρωί που πήγαινα σχολείο έκανα πλάκα σε όλους, ο καραγκιόζης της παρέας. Πάντοτε με ενέργεια και θετική σκέψη. Πάντα έλεγα ότι “όλα θα πάνε καλά”. Και τώρα έτσι είμαι».
Εξήγησε μου την καταγωγή σου για να την κατανοήσω καλύτερα…
«Η μητέρα μου είναι από χωριό της Ξάνθης, τα Κιμμέρια. Είναι Πομάκα. Ξέρει η ίδια πομάκικα, που ως γλώσσα μοιάζουν με τα βουλγάρικα, έχουν κάποιες μικρές αλλαγές. Και επειδή είμαι και μουσουλμάνος εγώ, και η μειονότητα εκεί ξέρει και τούρκικα πολύ καλά, τα τούρκικα τα μιλάω κι εγώ, τα μιλάω κανονικά».
Πομάκικα όχι;
«Όχι, μόνο η μητέρα μου».
Συνάντησες ιδιαιτερότητες ως παιδί, αναφορικά με την θρησκεία και την καταγωγή;
«Όχι, όχι, καθόλου. Και οι περισσότερες παρέες μου αποτελούνταν από παιδιά Χριστιανούς. Κι εγώ μιλάω τα ελληνικά καλύτερα από τα τούρκικα εξάλλου. Το μόνο που συνάντησα ήταν σε αγώνες, όπου παίζαμε και φαινόταν το “ΧΑΣΑΝΟΓΛΟΥ” στη φανέλα και άκουγα “Γ@@@ τον Πομάκο σου”, “Γ@@@ τον Τούρκο σου”, αλλά μέχρι εκεί, τίποτα περισσότερο».
Άρα μπορεί να λεχθεί ότι η μειονότητα εκεί είναι πλήρως ενσωματωμένη.
«Ναι, ναι».
«Συνήθως γύρω από μένα υπάρχει ένα χαμόγελο σε όλους»
Σε κάθε συνέντευξη αναζητώ να βρω με ποιον κάνει ο καθένας περισσότερη παρέα εντός ομάδας. Στην περίπτωση σου συνειδητοποίησα ότι είσαι η πρώτη απάντηση όλων. Όλοι κάνουν παρέα μαζί σου. Ισχύει αυτό; Και αν ναι, πώς το εξηγείς;
«Ισχύει νομίζω… Γιατί, όπως λένε και αυτοί, έχω “πολύ ψωμί”. Πειράζουμε ο ένας τον άλλον, λέω βλακείες εγώ, και συνήθως γύρω από μένα υπάρχει ένα χαμόγελο σε όλους».
Το ενδιαφέρον είναι ότι ούτε παλιός στην ομάδα είσαι, ούτε κάνεις παρέα μόνο με τους περυσινούς. Αλλά με όλους.
«Δεν ξέρω, όλοι κολλάνε μαζί μου, κατάλαβες; Κι εγώ δεν είμαι παιδί που επειδή ήρθες φέτος θα πάρω αποστάσεις. Αντιθέτως, κατευθείαν θα προσπαθήσω να μπεις στην οικογένεια κι εσύ. Αυτό με ενδιαφέρει και αυτό έχω μάθει».

Έβαλα την ερώτηση αυτή σε αυτό το σημείο, γιατί θέλω να καταλήξω στο εξής: υπάρχει μια τουρκική λέξη που ακούγεται συνεχώς στα αποδυτήρια, από πέρυσι. Τι σημαίνει, λοιπόν, abis;
«(σ.σ. γέλια) Μεγάλος αδερφός. Abis είναι το ουσιαστικό, abi όταν φωνάζεις κάποιον».
Πώς προέκυψε αυτό στην ομάδα; Πώς καθιερώθηκε;
«Πέρυσι το είπα σε κάποια προπόνηση στο πλαστικό, το θυμάμαι ακόμα, στον Γουναρίδη. Του είπα “Γούνα, abi, φέρε τη μπάλα λίγο!”. Και μου λέει “τι είναι το abis;”. Λέω και στον Γαρύφαλλο “Abi! Abi!”, μου λέει “Τι είνα αυτό ρε; Ταβέρνα;”. Όχι ρε, λέω, είναι abis, σημαίνει αυτό κι αυτό. Κι από κει όλοι κόλλησαν “abi” και “abi”!».

Μεγαλώνοντας σε μια περιοχή όπου η Ξάνθη ήταν η εξέχουσα ποδοσφαιρική δύναμη, ήταν όνειρο και σκοπός όλων των μικρών ποδοσφαιριστών να καταλήξουν σε αυτήν την ομάδα;
«Για μένα προσωπικά ήταν. Όταν έφτασα εκεί, ήθελα να ξεκινήσω, από την Κ15 στην Κ17, στην Κ20 και να γίνω μετά επαγγελματίας. Ήταν το όνειρο μου τότε. Αλλά δεν έγινε. Μου είπαν να καθίσω άλλη μια χρονιά στην Κ20, όταν μπορούσαν να κρατήσουν τρεις ’99άρηδες, σαν εμένα. Αλλά έδινα και πανελλήνιες εγώ, νόμιζα θα περάσω εκεί που θέλω, και αποφάσισα να φύγω, να πάω στον Ορφέα Ξάνθης. Αλλά ήταν το όνειρο μου η Ξάνθη, ναι».
Έχω την εντύπωση ότι η θητεία σου στον Ορφέα σε έβαλε εντελώς στον ποδοσφαιρικό χάρτη της περιοχής και όχι μόνο. Το αισθανόσουν αυτό να συμβαίνει τότε;
«Ναι, γιατί εκεί έρχονταν πολλοί, ειδικά την τελευταία χρονιά που πήραμε το πρωτάθλημα, σε κάθε ματς είχαμε και περισσότερο κόσμο. Και μετά το ματς με έπιαναν όλοι και μου έλεγαν “Φέι μπράβο σου”. Και τότε μπήκε στο μυαλό μου, είπα “Φέι, κοίταξε να δεις, τώρα προχωράς, προχωράς, κάνεις βήματα”. Έπαιζα και όλα τα παιχνίδια εκεί, είχαμε πολύ καλή πορεία».
Ο μπαμπάς; Περήφανος;
«Ναι… (σ.σ. γέλια). Μες στην χαρά!»
Ερχόταν;
«Δεν έχανε ματς».

Πώς συνέβη το «πάντρεμα» με τον Μακεδονικό έπειτα, το 2021;
«Είχαμε παίξει με τον Ορφέα στην έδρα του Ποσειδώνα Μηχανιώνας για τα μπαράζ. Εγώ ήμουν πολύ καλός σε εκείνο το ματς και με είχε δει ο Γιώργος Αμανατίδης, προπονητής του Ποσειδώνα τότε, που μετά ανέλαβε τον Μακεδονικό. Και με πήρε».
«Μπορείς να τα συνδυάσεις όλα»
Με τι σχολή σου τι γίνεται;
«Τελειώνω φέτος, κάνω την πτυχιακή μου στο τμήμα φυσικοθεραπείας στο Μητροπολιτικό Κολλέγιο. Την πρώτη χρονιά ερχόμουν μέχρι Πέμπτη στην Θεσσαλονίκη, έφευγα και ανέβαινα πάνω, έκανα δύο προπονήσεις στον Ορφέα και έπαιζα αγώνα. Μετά ήρθε η πανδημία του κορωνοϊού, κλείσαμε για δύο χρονιές και έπειτα ανοίξαμε πάλι. Αλλά ήρθα για την ομάδα ούτως ή άλλως μόνιμα».

Δυσκολεύεσαι με τις υποχρεώσεις σου;
«Κάποια μαθήματα τα χάνω, επειδή έχουμε και πρωινές προπονήσεις. Αλλά επειδή έχουμε online διαλέξεις, μπορώ να τα παρακολουθώ μετά, οπότε στην ουσία δεν χάνω τίποτα».
Συνδυάζονται επαγγελματικό ποδόσφαιρο και σπουδές τελικά;
«Μπορεί να συνδυαστούν ναι. Αν έχεις την θέληση να κάνεις και τα δύο. Γιατί πολλοί λένε ότι αν θες να σπουδάσεις, πρέπει να κόψεις το ένα – για μένα δεν ισχύει αυτό. Μπορείς να τα συνδυάσεις όλα, αλλά πρέπει να θυσιάσεις πολύ περισσότερα πράγματα από την καθημερινότητα σου».
Λόγω των γνώσεων που απέκτησες από την συγκεκριμένη σχόλη, να υποθέσω ότι βοηθάς τον εαυτό σου; Δε λέω να τρίβεις τα πόδια σου μόνος, αλλά αν γνωρίζεις γενικά τι πρέπει να κάνεις, τι ενδείκνυται, σε διάφορα ζητήματα που μπορεί να προκύψουν στον οργανισμό σου από την άσκηση;
«Ε ναι, ναι, σε κάποια σημεία ναι».
Πώς βλέπεις πια τους συγγενείς σου; Πόσο συχνά;
«Όταν έχουμε δύο μέρες ρεπό – γιατί με μία δεν βολεύει – φεύγω. Προσπαθώ να τους δώ όλους, μπαμπά, μαμά, τον παππού, την γιαγιά μου. Βλέπω πρώτα την οικογένεια και μετά προσπαθώ να δω τους κολλητούς μου».
Παρότι αγωνίζεσαι σε μια μη δημοφιλή θέση, αυτήν του δεξιού μπακ, στην περυσινή σεζόν ήσουν – αν όχι ο MVP – από τους MVP της ομάδας, καθ’ ομολογίαν. Τι χρειάστηκε για να φτάσει η απόδοση σου σε αυτό το σημείο. Πώς αισθάνεσαι για την εξέλιξη σου και γενικά τι σκέφτεσαι για αυτήν την ιστορική για τον σύλλογο σεζόν;
«Αρχικά, με το που ήρθα εδώ, ένιωσα ότι ανήκω όντως σε μια οικογένεια. Τα παιδιά μού άνοιξαν την αγκαλιά τους και μπήκα πολύ γρήγορα στην οικογένεια. Και αυτό πιστεύω βοήθησε. Γιατί, όπως είπες κι εσύ, έγινα με όλους φίλους, κολλητός. Μετά, πήραμε την πρώτη νίκη εκτός έδρας με 0-2, ακολούθησαν 3-4 νίκες, νίκη, νίκη ξανά, και έπειτα όλοι πιστέψαμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι καλό»

«Από την πλευρά μου, έβλεπα όλα τα ματς το ίδιο. Δεν ξεχώριζα ομάδες, να πω ότι θα παίξω τώρα, σε αυτό ή να κοιτάξω να μην συμπληρώσω κάρτες. Σε κάθε ματς έμπαινα καμικάζι, “για θάνατο”. Είχα και δέκα κίτρινες κάρτες νομίζω (σ.σ. γέλια). Βγήκε από μόνο του δηλαδή…
Με βοήθησαν και οι συμπαίκτες μου να γίνω καλύτερος. Στην αρχή της σεζόν δεν ήμουν όπως ήμουν στο τέλος της. Με βοήθησαν όλοι, ο Τσουκάνης και ο Γαρύφαλος για παράδειγμα μου έδωσαν κάποιες πολύ χρήσιμες συμβουλές. Με βοήθησαν όλοι τους».
Ποια ήταν η δυκσολότερη έδρα;
«Στην Λευκίμμη, στο Ρουφ και στην Προοδευτική ήταν πολύ κρίσιμα ματς – και δύσκολα. Σαν έδρα όμως, η Προοδευτική οπωσδήποτε».
Η καλύτερη στιγμή; Αν μου πεις το 2-2 με τον ΠΑΟ Ρουφ δεν θα το βάλω. Αναζητώ κάτι πιο ξεχωριστό…
«Το γκολ μου με την Έδεσσα, που το έβαλα κόντρα στον τωρινό προπονητή μας, τον κύριο Ζαζόπουλο. Ήταν η κορυφαία στιγμή, γιατί μετά από εκείνο το ματς πήρα κι εγώ τα πάνω μου και με ανέβασε πάρα πολύ αυτό, ψυχολογικά».

Ποιες είναι οι διαφορές επαγγελματικού και ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου; Σε κάθε επίπεδο…
«Τα πάντα είναι πιο επαγγελματικά αρχικά. Όλοι οι συμπαίκτες σου τώρα απαιτούν από σένα, γιατί αυτή είναι τώρα η δουλειά μας, από αυτό ζούμε. Τα λάθη δεν χωράνε, επίσης. Πρέπει να τα ελαττώσεις. Ενώ στο ερασιτεχνικό επίπεδο, στην Γ Εθνική που ήμασταν, οκ, μπορεί να έλεγες “πάμε στο επόμενο ματς”, τώρα δεν υπάρχει επιστροφή, ένα λάθος μπορεί να σου κοστίσει μια κατηγορία. Τώρα, επίσης, υπάρχει περισσότερη ποιότητα στους παίκτες, ο ρυθμός είναι διαφορετικός. Όλες οι ομάδες είναι δυνατές, μπορεί να κάνεις γκέλα οπουδήποτε. Και οι απαιτήσεις είναι υψηλότερες».
Ποια είναι και ποια ήταν τα είδωλα σου; Έχω ήδη γράψει «μπαμπάς». Τα υπόλοιπα…
«(σ.σ. γέλια) Καλά ο μπαμπάς… είδωλο τοπ! Προσωπικά μου αρέσουν οι αριστεροί μπακ, όχι οι δεξιοί, δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Μ’ αρέσει ο Ρόμπερτσον και ο Τσιμίκας».
Αυτοί είναι της εποχής σου, πιο παλιά δεν είχες;
«Μικρός άλλαξα πολλές θέσεις μέχρι να γίνω μπακ, δεν είχα καταλήξει σε κάποιον δηλαδή…»
Τα χόμπι σου έξω από το ποδόσφαιρο;
«Να πίνω καφέδες. Πάρα πολύ. Και επίσης πηγαίνω πολύ σινεμά, βλέπω αρκετές ταινίες. Δηλαδή κάθε Πέμπτη που αλλάζει το πρόγραμμα, θα πάω σίγουρα να δω μια ταινία».
Τι απασχολεί τον Φεϊζή ως άνθρωπος, και πέρα από τον αθλητισμό δηλαδή;
«Καταρχάς φέτος θέλω να πάρω το δίπλωμα φυσικοθεραπείας, να ολοκληρώσω την σχολή μου και έπειτα να ξεκινήσω μεταπτυχιακό. Δεν ξέρω αν θα είναι εδώ (σ.σ. στην Θεσσαλονίκη), μπορεί και στο εξωτερικό, μιας και το κολλέγιο μου έχει διασυνδέσεις με το Εδιμβούργο.
Από κει και πέρα, εντάξει… Για παράδειγμα αυτό το τραγικό γεγονός που έγινε στα Τέμπη, με στεναχώρησε πάρα πολύ. Είχα και φίλο που επέβαινε σε αυτό το τραίνο. Δε μπορεί να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, πρέπει να αλλάξουν. Αυτονόητο μεν, αλλά δεν το κάνουμε… Πρέπει να αλλάξουν. Επίσης, έχω μεγάλη ευαισθησία στο ζήτημα του ρατσισμού. Αν συναντήσω ρατσισμό, θα χωθώ εννοείται, θα μπω εγώ μπροστά».

Ο Μακεδονικός αποτελεί μια τεράστια δεξαμενή παιδιών, εκκολαπτόμενων ποδοσφαιριστών, από την πιο μικρή ηλικία έως και την Κ19, τον προθάλαμο της ομάδας ανδρών. Τι συμβουλεύεις σε όλα αυτά τα παιδιά ώστε να φτάσουν στο δικό σου επίπεδο;
«Αρχικά να ευχαριστιούνται αυτό που κάνουν, το ποδόσφαιρο, να τους γεμίζει την ψυχή. Αν είναι να το κάνεις επειδή το λέει ο γονέας, σταμάτα το σήμερα, δεν θα σε οδηγήσει πουθενά, τσάμπα σπαταλάς τον χρόνο σου. Μετά, θέλει και όρεξη για δουλειά, να δουλέψεις στα αδύναμα σου σημεία, να προσέξεις την διατροφή σου όσο μπορείς, και να έχεις και μια ρουτίνα στην ζωή σου. Να πεις: θα ξυπνήσω σήμερα και θα κάνω αυτό, αυτό κι αυτό, μην κάνεις τα πράγματα τυχαία δηλαδή».
Αυτό το λες ψυχολογικά ή βιολογικά;
«Και τα δύο, και τα δύο. Εμένα με βολεύει πολύ να έχω πρόγραμμα στην ζωή μου. Θα ξυπνήσω για παράδειγμα στις 09:00, θα φάω το πρωινό μου, θα ετοιμαστώ για προπόνηση, θα πάω μιάμιση ώρα νωρίτερα, ώστε να πάω στο γυμναστήριο να κάνω κάποιες ασκήσεις που θέλω, να βγω για προπόνηση, μετά την προπόνηση να δουλέψω κάποια πράγματα, σέντρες, αδύναμο πόδι για παράδειγμα… Έπειτα, κάνω το μπάνιο μου, φεύγω, πάω για καφέ με φίλους εννοείται. Αλλά όλα με πρόγραμμα».
Σε ευχαριστώ για την συζήτηση. Η ομάδα θα πετύχει τον στόχο της παραμονής;
«Δεν είνα ερώτηση αυτή…»